παρειρύω

παρειρύω
βλ. παρερύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρερύω — και ιων. τ. παρειρύω Α 1. σύρω κάτι παράλληλα με το πλευρό («φραγμὸν παρείρυσαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἵνα μὴ φοβέηται τὰ ὑποζύγια τὴν θάλασσαν ὑπερορῶντα», Ηρόδ.) 2. σύρω προς τη μία πλευρά, τραβώ προς το πλάι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐρύω «σύρω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”